πεπτικότητα

πεπτικότητα
η
1. φυσιολ. η ικανότητα μιας τροφής να πέπτεται
2. φρ. «συντελεστής πεπτικότητας»
(ζωοτεχν.) ο αριθμητικός παράγοντας ο οποίος εκφράζει το ποσοστό μιας ουσίας που τρώγεται από ένα ζώο και δεν επανευρίσκεται υπό μορφή κοπράνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Δ. Ν. Κεφαλόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”